- σκωπαῖος
- σκωπαῖος, v.l. [pref] σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, aA dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωπαίος — και, κατά δ. γρφ., σκοπαῑος, ὁ, Α (στους Συβαρίτες) ο νάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω] … Dictionary of Greek